ετερογνήσιος

ετερογνήσιος
ἑτερογνήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε διαφορετικό γένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερογνήσιον
οι αλλοεθνείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + γνήσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”